ἁβροδίαιτα

ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτα
luxurious living
fem nom/voc sg
ἁβροδίαιτος
living delicately
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβροδίαιτα — ἁβροδίαιτα, η (Α) [ἁβροδίαιτος] η ζωή που κυλά μέσα στην πολυτέλεια και στις ανέσεις …   Dictionary of Greek

  • ἁβροδιαίτῃ — ἁβροδίαιτα luxurious living fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”